- πεπτωκότες
- πίπτωExc. ex libris Herodianiperf part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπτωκότες — οι, ΝΑ εκκλ. ονομασία τών αρνητών τής χριστιανικής πίστης κατά τους διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, στους οποίους οφείλεται και το σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα σχετικά με τη δυνατότητα και τους τρόπους επανόδου όσων μετανοούσαν στους κόλπους… … Dictionary of Greek
DIELCYSTINDA — exercitationis apud Vett. genus, quod Ludum distractorum Mercurial. vocat. Eius meminit Iul. Pollux his verbis: Η῾ δὲ Διελκυςτίνδα παίζεται μεν` ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εν ταῖς παλαίςτραις, οὐ μεν` ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθι. Δύο δὲ μοῖραι παίδων εἰσὶν ἕλκουσαι… … Hofmann J. Lexicon universale
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek